- νουθετεία
- νουθετεία, ἡ (Α)νουθεσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < νουθετώ, κατά τα θηλ. σε -εία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νουθετεία — νουθετείᾱ , νουθετεία fem nom/voc/acc dual νουθετείᾱ , νουθετεία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)